παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
ὀκτάγλωσσος, -ον (Μ)
(μόνο το ουδ. ως ουσ.) τὸ ὀκτάγλωσσον
φλάμπουρο που διασχίζεται σε οκτώ γλώσσες, δηλαδή λωρίδες, γλωσσοειδείς άκρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ, λ. οκτώ) + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. επτά-γλωσσος].