οκτωκαίδεκα

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

ὀκτωκαίδεκα, οἱ, αἱ, τὰ (Α)
άκλ. δεκαοκτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + δέκα.