ολιγοέλαιος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

ὀλιγοέλαιος, -ον (Α)
(για τον καρπό της ελιάς) αυτός που παρέχει μικρή ποσότητα ελαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -έλαιος (< ἐλαία), πρβλ. ευ-έλαιος, πολυέλαιος.