ἐφ' ὅσον αὐτοῦ ἡ ὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted
ἔλαιος, ο (AM)άγρια ελιά, αγριελιά, κότινοςαρχ.1. (οξύτ. ἐλαιός) πουλί, πιθ. είδος αιγιθάλου, μελισσοφάγου2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρμακεύς» — ροδιακή λέξη.