ολιγοστός

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀλιγοστός, -ή, -όν, Α αρσ. και ὀλιγωστός)
βλ. λιγοστός.