ὀλιγοστός
English (LSJ)
ὀλιγοστή, ὀλιγοστόν,
A with few companions, ὀ. ὁρμᾶν Beros. ap. J.AJ10.11.1, cf. Plu.Caes.49, Ant.51, etc.
II like ὀλίγιστος, ὀ. χρόνον for the smallest space of time, S.Ant.625 codd. (-ιστον Bgk., Jebb), v.l. in Arist.Metaph.1053a9; ὀλιγωστοῦ Hsch. (cf. ὀλίγος VI.2).
German (Pape)
[Seite 322] der wenigste, kleinste Teil (s. ποστός); χρόνος, Soph. Ant. 621, der kleinste Zeittheil. – Dem πολλοστός entsprechend, einer aus Wenigen, in der wenigsten Gesellschaft, Plut. Anton. 51 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
peu considérable;
1 avec idée de nombre ὀλιγοστὸς καταβάς PLUT étant descendu avec une faible escorte;
2 avec idée de temps χρόνος, un très petit espace de temps.
Étymologie: ὀλίγος.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγοστός:
1 один из немногих: ὀ. καταβάς Plut. спустившись в сопровождении немногих;
2 крайне малый, весьма небольшой, незначительный: ὀλιγοστὸν χρόνον Soph. в течение весьма короткого времени.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοστός: -ή, -όν, εἷς ἐξ ὀλίγων, ἀντίθετον τῷ πολλοστός, Πλουτ. Καῖσ. 49, Ἀντών. 51, κτλ. ΙΙ. ὡς τὸ ὀλίγιστος, ἐλάχιστος, ὀλ. χρόνον Σοφ. Ἀντ. 625, διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 14. - Ἐπίρρ. ὀλιγοστῶς, Ἀθαν. ΙΙ, 216Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀλιγοστός, -ή, -όν, Α αρσ. και ὀλιγωστός)
βλ. λιγοστός.
Greek Monotonic
ὀλῐγοστός: -ή, -όν (ὀλίγος),
I. ένας από σύνολο πολλών, αντίθ. του πολλοστός, σε Πλούτ.
II. ὀλιγοστὸν χρόνον, στον ελάχιστο δυνατό χρόνο, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὀλῐγοστός, ή, όν ὀλίγος
I. one out of a few, opp. to πολλοστός, Plut.
II. ὀλ. χρόνον for the smallest space of time, Soph.