ολιγόφρων

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

ὀλιγόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγο μυαλό, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μετριόφρων].