ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
ὀλιγόφρων, -ον (Α)αυτός που έχει λίγο μυαλό, ανόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μετριόφρων].