ολυμπιονίκη

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source

Greek Monolingual

ὀλυμπιονίκη και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκα, ἡ (Α)
η νίκη σε Ὀλυμπιακούς Αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + νίκη.