ολυμπιονίκη

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

ὀλυμπιονίκη και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκα, ἡ (Α)
η νίκη σε Ὀλυμπιακούς Αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + νίκη.