Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ομοιόφλοιος

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

ὁμοιόφλοιος και, δ. γρφ., ὁμόφλοιος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει όμοιο φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + φλοιός.