Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
ὀνόπυξος, ὁ (Α)το φυτό ονόπορδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πύξος «είδος φυτού»].