οργανοποιός
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
Greek Monolingual
ο (Α ὀργανοποιός)
νεοελλ.
κατασκευαστής μουσικών οργάνων
αρχ.
κατασκευαστής μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄργανον + -ποιός].