ορθοπόδης
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
ὀρθοπόδης, ὁ (Α)
ὀρθόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. βλαισοπόδης].