ορθρόνοτος

From LSJ

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source

Greek Monolingual

ὀρθρόνοτος και, κατά δ. γρφ., ὀρθόνοτος, ὁ (Α) ονομασία του νοτιοανατολικού ανέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + -νότος.