ορυζάλευρο

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

και ρυζάλευρο, το
αλεύρι παρασκευασμένο από αποφλοιωμένα σπέρματα ρυζιού, το ρυζάλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρυζα + αλεύρι].