ορφανεύω

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

και αρφανεύω (Α ορφανεύω) ορφανός
νεοελλ.
1. μένω ορφανός, χάνω τον ένα ή και τους δύο γονείς μου λόγω θανάτου
2. χάνω πολύτιμο φίλο ή προστάτη («να μάθουν πώς ὀρφανέψαμε από τους άρχοντάς μας», Πολίτ.)
αρχ.
1. φροντίζω ορφανά παιδιά, ανατρέφω ή επιτροπεύω ορφανά
2. μσν. ορφανεύομαι
είμαι ορφανός.