οστοειδής

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

ὀστοειδής, -ές (Α)
όμοιος με οστό, οστεοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ειδής].