οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
ὀστοειδής, -ές (Α)όμοιος με οστό, οστεοειδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ειδής].