οφθαλμαλγία

From LSJ

δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκναwretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades

Source

Greek Monolingual

η
πόνος ή νευραλγία του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmalgie (< οφθαλμός + άλγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].