νευραλγία

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source

Greek Monolingual

η
1. αυτόματος ή προκλητός, συνεχής ή παροξυσμικός πόνος, συχνά οξύς, που εδράζεται στο πεδίο διανομής ενός νεύρου
2. φρ. «νευραλγία τριδύμου» — έντονος πόνος στην περιοχή του προσώπου, στο σημείο όπου κατανέμεται το τρίδυμο νεύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevralgie < νευρ(ο)- + -αλγία (< -αλγής < ἄλγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].