οφθαλμοπάθεια

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377

Greek Monolingual

η
ονομασία κάθε οφθαλμικής πάθησης, αλλ. οφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Σπ. Μαυρογένη].