Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
-η, -ο (Α ὀψίγαμος, -η, -ον)(ως επίθ. και ως ουσ.) παντρεμένος σε προχωρημένη ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + γάμος.