ὀψίγαμος

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψῐγᾰμος Medium diacritics: ὀψίγαμος Low diacritics: οψίγαμος Capitals: ΟΨΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: opsígamos Transliteration B: opsigamos Transliteration C: opsigamos Beta Code: o)yi/gamos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, late-married, opsigamous, Vett.Val.118.23, prob. f.l. in Plu.2.493e.

German (Pape)

[Seite 432] spät heiratend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
marié tard.
Étymologie: ὀψέ, γάμος.

Russian (Dvoretsky)

ὀψίγᾰμος: ου (ῐ) adj. m и f поздно вступивший в брак Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίγᾰμος: ὁ, ἡ, ὁ ἀργά, ὀψίμως νυμφευθείς, εἰς γάμον ἐλθών, Πλούτ. 2. 493Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀψίγαμος, -η, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) παντρεμένος σε προχωρημένη ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + γάμος.