πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ὀϊστοθήκη, ἡ (Α)θήκη βελών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + θήκη.