ούνιος

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315

Greek Monolingual

οὔνιος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «εὖνις, δρομεύς, κλέπτης».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει].