Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life
οὔνιος (Α)(κατά τον Ησύχ.) «εὖνις, δρομεύς, κλέπτης».[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει].