ούνιος

From LSJ

Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life

Source

Greek Monolingual

οὔνιος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «εὖνις, δρομεύς, κλέπτης».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει].