πέλεκκον
English (LSJ)
τό, or πέλεκκος, ὁ, (πέλεκυς) axe-handle, Il.13.612, cf. Poll. 10.146, Hsch.
German (Pape)
[Seite 550] τό, Griff oder Stiel der Art, Il. 13, 612.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
manche de hache.
Étymologie: πέλεκυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέλεκκον -ου, τό of πέλεκκος -ου, ὁ [πέλεκυς] steel van een bijl.
Russian (Dvoretsky)
πέλεκκον: τό рукоять топора, топорище Hom.
Greek Monolingual
τὸ, και πέλεκκος, ὁ, Α
η λαβή του πελέκεως, το στειλιάρι («εἵλετο... ἀξίνην... ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκῳ μακρῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεκ-F-ον < πέλεκυς (πρβλ. λάκκος < λάκFος)].
Greek Monotonic
πέλεκκον: τό ή πέλεκκος, ὁ (πέλεκυς), τσεκούρι, λαβή τσεκουριού, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
πέλεκκον: τό, ἢ πέλεκκος, ὁ, (πέλεκυς) λαβὴ πελέκεως, κοινῶς «στειλιάρι», Ἰλ. Ν. 612, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 146. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλεκκος˙ στελεός, ὅ ἐστι ξύλον εἰς τὴν ὀπὴν τῶν πελέκεων βαλλόμενον».