πέρασσα

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source

Greek Monotonic

πέρασσα: Επικ. αντί ἐπέρᾰσα, αόρ. αʹ του περάω Β.