πήν

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «πῆ καὶ πῆν ἐπὶ τοῦ κατάπασσε καὶ καταπάσσειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάσσω.