παιδογονία

English (LSJ)

ἡ, begetting of children, Pl.Smp. 208e, Hld.10.40; giving birth to children, of the mother, Ath.Med. ap. Orib.inc.7.3, Sor.1.27. See also: παιδογόνια (sc. ἱερά), τά, a festival at a child's birth, D.S.33.13.

German (Pape)

[Seite 441] ἡ, Kindererzeugung, Plat. Legg. VI, 779 d Conv. 208 e u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
procréation d'enfants.
Étymologie: παιδογόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδογονία -ας, ἡ [παιδογόνος] het verwekken van kinderen.

Russian (Dvoretsky)

παιδογονία:деторождение Plat.

Greek Monolingual

η (Α παιδογονία) παιδογόνος
η γέννηση παιδιών
νεοελλ.
η παιδογένεση.

Greek Monotonic

παιδογονία: ἡ, γέννηση παιδιών, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

παιδογονία: ἡ, ἡ γέννησις παίδων, Πλάτ. Συμπ. 208Ε, κτλ.

Middle Liddell

παιδογονία, ἡ,
a begetting of children, Plat. [from παιδογόνος