παραδόπιστος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που λατρεύει το χρήμα, ο υπερβολικά φιλοχρήματος, φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδες + -πιστος (< πίστη)].