παραδόπιστος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που λατρεύει το χρήμα, ο υπερβολικά φιλοχρήματος, φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδες + -πιστος (< πίστη)].