παραζάλη

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source

Greek Monolingual

η
1. μεγάλη ζάλη, σύγχυση, (ανα)ταραχή
2. παροιμ. «ο λύκος στην παραζάλη χαίρεται» — οι επιτήδειοι επωφελούνται από τις (ανα)ταραχές.