παραμήριος

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παραμήριον
εγχειρίδιο και, γενικά, κοφτερό όπλο
αρχ.
1. φρ. «παραμήριος μάχαιρα»
(κατά τον Ησύχ.) μαχαίρι που έφεραν στο πλάι του μηρού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραμήρια
τα εσωτερικά τμήματα τών μηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μηρός + κατάλ. -ιος].