παραπίνω

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

1. πίνω κάτι παραπάνω από όσο πρέπει
2. πίνω πολύ, είμαι πότης, είμαι μέθυσος
3. (η μτχ. πάθ. παρακμ.) παραπιωμένος, -η, -ο
πολύ μεθυσμένος.