παρδαλός

From LSJ

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει στικτό χρώμα, με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης
2. ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος
3. (για πρόσ.) ο ελευθερίων ηθών, ο χωρίς ηθικές αρχές
4. (για λόγους) ασαφής, ασυνάρτητος
5. το θηλ. ως ουσ. η παρδαλή
γυναίκα ελευθέριων ηθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πάρδαλις κατά τα επίθ. σε -ός, -ή, -ό].