παροιδώ
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
Greek Monolingual
-έω, Α
παροιδαίνω, πρήζομαι ελαφρά, φουσκώνω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰδῶ «φουσκώνω»].