παροιδώ

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270

Greek Monolingual

-έω, Α
παροιδαίνω, πρήζομαι ελαφρά, φουσκώνω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰδῶ «φουσκώνω»].