παροιδώ
From LSJ
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
Greek Monolingual
-έω, Α
παροιδαίνω, πρήζομαι ελαφρά, φουσκώνω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰδῶ «φουσκώνω»].
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
-έω, Α
παροιδαίνω, πρήζομαι ελαφρά, φουσκώνω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰδῶ «φουσκώνω»].