παροιδώ

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

-έω, Α
παροιδαίνω, πρήζομαι ελαφρά, φουσκώνω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰδῶ «φουσκώνω»].