πείραγμα

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

το πειράζω
(κυριολ. και μτφ.)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πειράζω
2. το άγγιγμα, η ψαύση («και το παραμικρό πείραγμα μαραίνει τα λουλούδια»)
3. πράξη ή λόγος με τον οποίο ενοχλεί, πειράζει ή θέλει να πειράξει κανείς κάποιον
4. αστεϊσμός, κοροϊδία.