κοροϊδία
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν -> I searched out myself
Heraclitus, fr. 101BGreek Monolingual
η κοροϊδεύω
1. εμπαιγμός, χλευασμός
2. εξαπάτηση.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο
η κοροϊδεύω
1. εμπαιγμός, χλευασμός
2. εξαπάτηση.