πεισίνους
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
Greek Monolingual
-ουν, Α
(ως επίθ. πιθ. του Ερμού) αυτός που πείθει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι- (< πείθω, πρβλ. πεῖσις[II]), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + νοῦς.