πεισίνους

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510

Greek Monolingual

-ουν, Α
(ως επίθ. πιθ. του Ερμού) αυτός που πείθει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι- (< πείθω, πρβλ. πεῖσις[II]), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + νοῦς.