περάτωση

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7

Greek Monolingual

η / περάτωσις, ΝΑ περατώ
αποπεράτωση, ολοκλήρωση κάποιου έργου
αρχ.
κατάληξη, άκρο («περατώσεις φλεβῶν», Αρετ.).