περάτωση
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Greek Monolingual
η / περάτωσις, ΝΑ περατώ
αποπεράτωση, ολοκλήρωση κάποιου έργου
αρχ.
κατάληξη, άκρο («περατώσεις φλεβῶν», Αρετ.).