περάτωση
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
Greek Monolingual
η / περάτωσις, ΝΑ περατώ
αποπεράτωση, ολοκλήρωση κάποιου έργου
αρχ.
κατάληξη, άκρο («περατώσεις φλεβῶν», Αρετ.).