περίκλειση
Greek Monolingual
η / περίκλεισις, -είσεως, ΝΑ περικλείω
το κλείσιμο ολόγυρα, ο περιορισμός από όλες τις πλευρές, πλήρης έμφραξη.
η / περίκλεισις, -είσεως, ΝΑ περικλείω
το κλείσιμο ολόγυρα, ο περιορισμός από όλες τις πλευρές, πλήρης έμφραξη.