περβάζι

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

και πρεβάζι, το
1. πλαίσιο θύρας ή παραθύρου από ξύλο ή μέταλλο
2. το κάτω τμήμα του πλαισίου ενός παραθύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pervaz].