περιαγαπώ

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
αγαπώ κάποιον ή κάτι πάρα πολύ.