περιαυτολογώ

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

Greek Monolingual

περιαυτολογῶ, -έω, ΝΜΑ
μιλώ επαινετικά για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, καυχιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + αὐττός + λογώ].