ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
περιαυτολογῶ, -έω, ΝΜΑμιλώ επαινετικά για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, καυχιέμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + αὐττός + λογώ].