περιγελαστής

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. περιγελάστρα, η, Ν
αυτός που εμπαίζει και περιγελά τους άλλους, χλευαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιγελώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν του Karl Weigel].