περικακέω

English (LSJ)

to be in extreme ill-luck, Plb.1.58.5; τοῖς ὅλοις Id.3.84.6.

German (Pape)

[Seite 578] mitten od. sehr im Unglück sein, sehr unglücklich sein, verzweifeln; Pol. 1, 58, 5 u. öfter; τοῖς ὅλοις, 3, 84, 6.

French (Bailly abrégé)

περικακῶ :
être dans le malheur ; se décourager, se désespérer.
Étymologie: περί, κακόν.

Russian (Dvoretsky)

περικᾰκέω: быть чрезвычайно несчастным, быть в полном отчаянии Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

περικᾰκέω: εἶμαι εἰς ὑπερβολὴν ἀτυχής, εὑρίσκομαι ἐν ἀπελπισμῷ, Πολύβ. 1. 58, 5· τοῖς ὅλοις ὁ αὐτ. 3. 84, 6.

Greek Monotonic

περικᾰκέω: (κακός), είμαι υπερβολικά άτυχος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

κακός
to be in extreme ill-luck, Polyb.