περισπλάγχνιος

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

-α, -ο
ανατ. αυτός που βρίσκεται γύρω από τα σπλάγχνα («περισπλάγχνιο πέταλο» — το εσωτερικό φύλλο ή πέταλο κάθε ορογόνου υμένα, το οποίο περιβάλλει απευθείας το σπλάγχνο που βρίσκεται από κάτω).