περιτρομέομαι

English (Autenrieth)

quiver (around) with fear, Od. 18.77†.

Russian (Dvoretsky)

περιτρομέομαι: дрожать вокруг: σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν Hom. он дрожал всем телом.